- προσπαρατίθημι
- Α [παρατίθημι]1. προσαρτώ, προσάπτω («[ἄρθροις] διάρθρωσιν προσπαρατιθέναι», Αντίγ. Καρ.)2. προσθέτω κάτι ακόμη («μᾱζαν παρέχειν κελεύει, ἄρτον δὲ ταῑς ἑορταῑς προσπαρατιθέναι», Αθήν.)3. προβάλλω κάτι ως ένα επί πλέον παράδειγμα («καὶ προσπαρατιθεὶς τὴν αὑτοῡ μετάθεσιν, πολλούς... παρώρμησε», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.